ἀποστροφῆς

ἀποστροφῆς
ἀποστροφή
turning back
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανάθεμα — το (Α ἀνάθεμα) 1. οτιδήποτε είναι αποχωρισμένο από το καλό και εγκαταλελειμμένο στο κακό, αφορισμένο, καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα (στά Νεοελληνικά συνήθως σε συνεκφορά με την αναφορική αντωνυμία που) «π ανάθεμα να γίνει» (κατάρα για πρόσωπα ή… …   Dictionary of Greek

  • λημνίσκος — Η καμπύλη που χαρακτηρίζεται από το ότι το γινόμενο των αποστάσεων κάθε σημείου της από δύο ορισμένα σταθερά σημεία είναι επίσης σταθερό. Έστω xΟy ένα ορθοκανονικό σύστημα αναφοράς στο επίπεδο και δύο σταθερά σημεία του, τα F1 = ( α, 0), F2 = (α …   Dictionary of Greek

  • στύγος — εος και ους, τὸ, Α (ποιητ. τ.) 1. μίσος, αποστροφή, αντιπάθεια, απέχθεια όπως διαφαίνεται από τα μάτια και το πρόσωπο 2. κατήφεια ή δυσαρέσκεια 3. το αντικείμενο τού μίσους ή τής αποστροφής, βδέλυγμα, σίχαμα 4. (για πράγμ.) πράξη άξια αποστροφής… …   Dictionary of Greek

  • αναθεματίζω — (Α ἀναθεματίζω) 1. καταριέμαι, βλασφημώ 2. (παθ. μτχ.) αναθεματισμένος, η, ο (αρχ. μσν. ἀνατεθεματισμένος, η, ον) ο άξιος κατάρας ή αποστροφής, καταραμένος (Εκκλ.) παραδίδω κάποιον στο ανάθεμα, αποκηρύσσω, καταδικάζω, αφορίζω αρχ. προσφέρω ως… …   Dictionary of Greek

  • απέχθημα — ἀπέχθημα, το (Α) αντικείμενο μίσους ή αποστροφής …   Dictionary of Greek

  • ιόφ — ἰόφ (Α) επιφώνημα αηδίας, αποστροφής …   Dictionary of Greek

  • μισάνθρωπος — (I) η, ο (ΑΜ μισάνθρωπος, ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που θεωρεί τους ανθρώπους εχθρούς και τους μισεί νεοελλ. αυτός που επιδεικνύει συστηματικά παθολογική αντικοινωνική συμπεριφορά λόγω τής αποστροφής που αισθάνεται για τους ανθρώπους αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • ναυτιώδης — ῶδες (Α ναυτιώδης, ῶδες) [ναυτία] 1. αυτός που προκαλεί ναυτία, αυτός που προκαλεί τάση για εμετό 2. αυτός που έχει τάση για εμετό, αυτός που υποφέρει από ναυτία 3. μτφ. αυτός που προκαλεί αισθήματα αποστροφής και αηδίας. επίρρ... ναυτιωδῶς (Α)… …   Dictionary of Greek

  • πόπαξ — Α επιφών. αποστροφής, πόνου ή δυσαρέσκειας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πόποι] …   Dictionary of Greek

  • σίχαμα — το, Ν 1. καθετί που προκαλεί αηδία και αποστροφή, το βδέλυγμα 2. πρόσωπο άξιο αποστροφής, περίτριμμα, κάθαρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιχαίνομαι + κατάλ. μα (πρβλ. ζέστα μα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”